φιλοπόνου

φιλοπόνου
φιλόπονος
laborious
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • φιλοπονία — η, ΝΜΑ [φιλόπονος] η ιδιότητα τού φιλόπονου, φιλεργία, εργατικότητα αρχ. φρ. «φιλοπονία τινός» η κοπιαστική επεξεργασία ενός πράγματος (Δημοσθ.) …   Dictionary of Greek

  • φυσική — Επιστήμη που μελετά τη δομή και τις ιδιότητες της ύλης σε όλες τις πολυποίκιλες συνθήκες και μορφές της, καθώς επίσης τους νόμους που ρυθμίζουν την κίνησή της και τις αμοιβαίες μετατροπές. Αν και η μελέτη της φύσης προκάλεσε το ενδιαφέρον των… …   Dictionary of Greek

  • Δαμιανός — I (2ος αι. μ.Χ.). Σοφιστής από την Έφεσο. Συνέβαλε πολύ στον εξωραϊσμό της πόλης και δίδαξε δωρεάν στους φτωχούς. II Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Αρχιεπίσκοπος Κύπρου. Άγιος της Κυπριακής Εκκλησίας, όπως και ο διάδοχός του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”